- διᾱκονικός
- διᾱκονικός, zur Bedienung gehörig, geschickt; πράξεις, Dienergeschäfte
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
διακονικός — ή, ό (AM διακονικός, ή, όν) μσν. νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον διάκονο και στην υπηρεσία του 1. το ουδ. εν. ως ουσ. το διακονικό α) η δεξιά κόγχη τού Αγίου Βήματος β) το σκευοφυλάκιο 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα διακονικά όσα… … Dictionary of Greek
διακονικός — διᾱκονικός , διακονικός serviceable masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακονικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στο διάκονο: Εκτελεί διακονικά καθήκοντα κάθε Κυριακή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διακονικά — διᾱκονικά , διακονικός serviceable neut nom/voc/acc pl διᾱκονικά̱ , διακονικός serviceable fem nom/voc/acc dual διᾱκονικά̱ , διακονικός serviceable fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακονικῶν — διᾱκονικῶν , διακονικός serviceable fem gen pl διᾱκονικῶν , διακονικός serviceable masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακονικόν — διᾱκονικόν , διακονικός serviceable masc acc sg διᾱκονικόν , διακονικός serviceable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ՍԱՐԿԱՒԱԳԱԿԱՆ — ( ) NBH 2 0701 Chronological Sequence: Unknown date ա. διακονικός ministratorius. Սեպհական սարկաւագի եւ սարկաւագութեան. պաշտօնական. *Ստեփանոս երկոտասանից առաքելոցն ցնծութիւն. քանզի առաջին պտուղ նոցա սարկաւագական նախաձեռնութեան՝ աստուծոյ մատուցաւ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՍՊԱՍԱՒՈՐԱԿԱՆ — (ի, աց.) NBH 2 0737 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 14c ա. λειτουργικός, ὐπεργητικός, διακονικός ministralis, administratorius. Որ ինչ անկ է սպասաւորաց կամ սպասաւորութեան եւ պաշտաման, եւ հարկաւոր, որպէս սպասահարկու … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
διακονικοί — διᾱκονικοί , διακονικός serviceable masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακονικοῦ — διᾱκονικοῦ , διακονικός serviceable masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακονικούς — διᾱκονικούς , διακονικός serviceable masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)